προπέρσινος

προπέρσινος
προπέρσινος, -η, -ο και προπερσινός, -ή, -ό και προπερυσινός, -ή, -ό
αυτός που έγινε ή υπάρχει πριν από δύο χρόνια: Θυμάμαι την προπέρσινη πλημμύρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προπέρσινος — η, ο, και προπερσινός, ή, ό, Ν (δ. γρφ.) βλ. προπερυσινός …   Dictionary of Greek

  • προπερυσινός — ή, ό και προπερύσινος, η, ο / προπερυσινός, ή, όν και προπερυσινος, ίνη, ον, ΝΜΑ, και προπέρσινος, η, ο και προπερσινός, ή, ό Ν, προπερσινός, ή, όν Α [προπέρυσι] αυτός που έγινε ή υπήρξε το προπερασμένο έτος, πριν από δύο χρόνια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”