- προπέρσινος
- προπέρσινος, -η, -ο και προπερσινός, -ή, -ό και προπερυσινός, -ή, -όαυτός που έγινε ή υπάρχει πριν από δύο χρόνια: Θυμάμαι την προπέρσινη πλημμύρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.